Θέμα συνήθειας

Ο ουρανός είναι πορτοκαλί. Οι άνθρωποι γκρίζες φιγούρες, χωρίς χαρακτηριστικά. Γκρίζες σιλουέτες που κατευθύνονται σε τυχαίες για τον παρατηρητή κατευθύνσεις. “Το μεροκάματο, αρκεί να βγει το μεροκάματο”, είπε ένας κύριος λίγο εύσωμος. Προσπέρασα δήθεν με αδιαφορία και του έριξα ένα καχύποπτο βλέμμα. Το είδε όμως, το ξέρω πως το είδε, και μάλλον γι’ αυτό σήκωσε το τηλέφωνο και με κατέδωσε. Το μεροκάματο είναι ότι πιο σημαντικό στην πόλη μου. Οι άνθρωποι τρέχουν όλη μέρα για να βρουν ένα μεροκάματο. Όταν το βρίσκουν γίνονται μαύροι, όλες τις άλλες ώρες είναι γκρι. Στην πόλη μου το μεροκάματο είναι η αρχή και το τέλος της ζωής. Στην επόμενη γωνία άρχισα να σφυρίζω έναν ρυθμό. Ένας ξερακιανός κύριος, το ίδιο γκρίζος με τον προηγούμενο, καθόταν σε ένα παγκάκι. Αν δεν ήταν γκρίζος θα έδειχνε λιγάκι ευτυχισμένος, όμως έχω μάθει πια να τους ξεχωρίζω. Γι’ αυτόν το λόγο, μόλις τον είδα να με κοιτάει σταμάτησα να σφυρίζω. “Καλημέρα, τι ωραία μουσική…” , είπε ο ξερακιανός, ψάχνοντας στην τσέπη του. Το χαμόγελό του με έκανε να σαστίσω, όμως κατάλαβα πως κάτι άλλο ήθελε από εμένα. Ίσως τελικά να ήταν αυτός που με κατέδωσε. Στην πόλη μου δεν αρέσουν τα τραγούδια, ούτε καν τα χαρούμενα σφυρίγματα. Στην πόλη μου έχουν σταματήσει να χαίρονται οι άνθρωποι. Γι αυτό είναι και γκρίζοι. Αν δεις κάποιον άνθρωπο που δεν είναι γκρίζος, τότε αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι ακραίο. Αν κάποιος δει κάποιον που δεν είναι γκρι έχει δικαίωμα να τον καταδώσει. Τα ακραία συναισθήματα είναι σχεδόν απαγορευμένα στην πόλη μου. Τελικά κατέληξα να κάθομαι σε ένα παγκάκι μόνος μου. Όχι τελείως μόνος μου δηλαδή γιατί όλη η πόλη είναι γεμάτη με κάμερες. Αυτό, όσο χαζό και αν ακούγεται, είναι κάπως ανακουφιστικό. Έχεις πάντα παρέα. Για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας αντί- άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που σε παρακολουθεί. Μπορείς να μιλήσεις στον άνθρωπο αυτό αν θέλεις, τηλεφωνικά πάντα, πληκτρολογώντας τον τριψήφιο αριθμό σου. Το 000 είναι ο τριψήφιος αριθμός του δημάρχου και το 999 είναι ο τριψήφιος αριθμός του παπά. Και είναι οι μόνοι γνωστοί αριθμοί. Το 666 δεν υπάρχει. Αυτό το περίεργο μέτρο ξεκίνησε για να βοηθήσει τον πολίτη. Μία πόλη με πορτοκαλί ουρανό και γκρίζους ανθρώπους, φυσικό είναι να έχει απώλειες. Οι αυτοκτονίες είχαν αυξηθεί όσο ήμουν παιδί, οπότε μπήκε στη ζωή μας αυτή η παρακολούθηση από ψυχολόγους με τους οποίους μπορούσαμε να μιλάμε ανά πάσα στιγμή. Τώρα οι ψυχολόγοι έχουν αντικατασταθεί από ανθρωποφύλακες. Όμως δεν ξέρω πιο είναι χειρότερο από τα δύο. Εγώ αριθμό δεν έχω. Προς το παρόν δηλαδή. Ερωτεύτηκα το άτομο που με παρακολουθούσε. Την έπερνα κάθε μέρα τηλέφωνο επί ένα μήνα. Κάναμε και τηλεφωνικό έρωτα. Επιδίωξα να την συναντήσω. Τελικά μου είπε που μπορώ να τη δω, αλλά να μην της μιλήσω. Καθόταν σε ένα καφέ μόνη της και είχε κάτι ακουστικά στα αυτιά της. Δεν ξέρω τι άκουγε. Δεν ήταν αυτό που λέμε “η γυναίκα των ονείρων μου” αλλά ήταν ο μόνος άνθρωπος που με έκανε να φτάσω σε οργασμό και για αυτό την αγαπούσα. Ή έτσι νόμιζα. Όταν οι αρχές της πόλης κατάλαβαν ότι συμβαίνει κάτι παραπάνω μεταξύ μας, την έδιωξαν και παραλίγο να διώξουν και εμένα. Έχω όμως ένα θείο στο διοικητικό συμβούλιο, αδερφός της μάνας μου, και έτσι έκανε τα αδύνατα δυνατά να μείνω. Εγώ πάντως ήθελα να φύγω. Δεν έχω ούτε τριψήφιο αριθμό και αυτό μου προκαλεί κάποια ανασφάλεια. Όλοι αυτοί οι γκρίζοι θα με καταδώσουν έτσι και καταλάβουν ότι δεν έχω αριθμο. Εδώ με καταδίδουν που σφυρίζω ή που δεν στέκομαι στις ουρές για το μεροκάματο ή που δεν καταδίδω άλλους. Με θεωρούν επικίνδυνο για την κοινωνία τους και για τα παιδιά τους. Η αλήθεια είναι πως δε με θεωρώ φυσιολογικό. Δε με θεωρώ έναν από αυτούς. Και έχω προσπαθήσει να το διορθώσω αλλά δε μπορώ. Τουλάχιστον έχω συνηθίσει.

2 responses to “Θέμα συνήθειας

Σχολιάστε