καφε μου

Δεν μπορρούσε να ξυπνήσει χωρίς εκείνη (ή «με το που άνοιγε τα μάτια την ζητούσε»), του προκαλούσε πολλές φορές νεύρα και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί το βράδυ. Την έλεγε «καφέ»

Μανιφέστο με σάλτσα πέστο

«Η μόνη πολιτική που μπορούμε να υπηρετήσουμε, το μόνο μας πρόταγμα πλέον, είναι η αισθητική μας. «Σκίζω τα μνημόνια» θα πει καταλαμβάνω δημόσια κτίρια και τα κάνω θέατρα για μια ώρα. Στήνω θεατρικές παραστάσεις στο μετρό. Κλείνω τον δρόμο για 10 λεπτά και παίζω μουσικές στην Ακαδημίας ή στην Κηφισίας ή στην Αλεξάνδρας. Ζωγραφίζω σε τοίχους και παιζοδρόμια. Προκαλώ χάος στην καθημερινότητα. Καταστρέφω την μίζερη πραγματικότητα. Βάζω οδοφράγματα στην κανονικότητα. Βάζω φωτιά στις εφημερίδες. Κάνω τον φόβο να γελάσει με το γέλιο μικρού παιδιού. Γίνομαι πρωτοπορία, γίνομαι η επανάσταση η ίδια. Γεύομαι την ηδονή της οδύνης και την μετουσιώνω σε κάτι άλλο. Μεταφράζω τους κλασικούς σε μια άλλη γλώσσα. Σταματάω να σέρνω τα πόδια μου. Μέχρι το κάτι άλλο, μέχρι την κοινωνική εξέγερση. Μέχρι να ματώσουν τα πόδια μου χορεύω κρατώντας ψηλά ένα κοντάρι χωρίς σημαία. Μέχρι να σαπίσει η σήψη ερωτεύομαι. Μέχρι να ερωτευτώ κάνω το πάθος ασπίδα και την πίστη μου σπαθί. Το δικό μας τελεσίγραφο πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης σήμερα. Η διαχρονικότητα του σήμερα είναι το ευφήμερο και η αιωνιότητα κρατάει μια στιγμή. Η ελευθερία βρίσκεται σε κάθε μετακίνηση του δείκτη του ρολογιού που δεν φοράω. Η ελευθερία βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μας. Στην μυρωδιά της ταξικής μας καύλας. Και η μόνη σταθερά που υπάρχει σε αυτήν την πόλη είναι ότι περικυκλώνεται. Η μόνη σταθερά σε αυτή τη χώρα είναι ότι βρέχεται από θάλασσα. Η μόνη σταθερά σε αυτόν τον πλανήτη είναι ότι τρέφεται γύρω από τον ήλιο. Η μόνη σταθερά στο σύμπαν είναι ότι υπάρχει ένας πλανήτης που κατοικείται από ανθρώπους οι οποίοι του δίνουν την υπόστασή του. Απέναντι στις οικονομίες και στους δείκτες αντιτάσσω την ομορφιά σου όταν ξυπνάς μωρό μου. Και δεν με νοιάζει τίποτα εκτός από το να μεταδώσω την ομορφιά σου και την χαρά που γεννιέται κάθε που χαίρεσαι. Φαγωθείτε ελεύθερα σε αίθουσες συνεδριάσεων. Σπρώξτε το γκρίζο μέσα από έκτακτα δελτία ειδήσεων. Σαπιλίτσες και Σαπίλες του πλανήτη δώστε μας τα σκατά σας για ακόμα μια φορά. Εμείς θα τα κάνουμε πολύχρωμα. Εμείς θα τα κάνουμε ευωδιαστά. Γιατί μπορούμε. Γιατί η αισθητική μας, καλή ή κακή, νικάει το ατόφιο ατσάλι που κρύβεται στις συνειδήσεις σας. Χαίρομαι που είμαι εγώ. Και εγώ είμαι εγώ. Και είμαι ευάλωτος. Και είμαι τόσο ευθραυστος που μπορώ να σας τσακίσω με μια λέξη. Ανείπωτη. Σιωπήλή. Να με φοβάστε γιατί γνωρίζω την λέξη που θα φέρει την καταστροφή σας. Να με φοβάστε γιατί είμαι εγώ που θα βρω τρόπους να διαδώσω αυτή τη λέξη. Όχι έναν! Χιλιάδες τρόπους. Μαζί με τους συντρόφους μου, που ήδη έχω ή που θα βρω ή που θα συναντήσω. Μέχρι την δευτέρα παρουσία – ζήτω η ποίηση – γαμώ την εξουσία.»

Μετά από αυτό που υπογραφόταν ως «Δελταντής Κάπα» ο Κόστια ξάπλωσε αποκαμωμένος.

ανουσιο

Αφού ήπιε και τον τρίτο καφέ στη σειρά και τελείωσε και τα τελευταία αποθέματα καπνού είδε πως η ζωή του χρωματιζόταν από τις πολύχρωμες μπουγάδες στα μπαλκόνια γκρίζων πολυκατοικιών κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Πώς γίνεται, λέει, οι άνθρωποι να φορούν ανοιχτόχρωμα ρούχα όταν ανοίγει ο καιρός ενώ τον χειμώνα σκούρα; Είναι ζήτημα μόδας, κρύβεται μια βαθύτερη ανάγκη ή μήπως είναι φυσική επιλογή. Θα γράψει τις σκέψεις του σε ένα κομμάτι χαρτί. Πηγαίνει από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο -όπου είναι και το γραφείο του και χτυπάει το μικρό του δαχτυλάκι στο ένα πόδι του σκαμπό. Καιρό είχε να νιώσει τόσο πόνο. Το κάρμα του απάντησε με το ίδιο νόμισμα τις μαλακίες που σκεφτόταν. Ο συγγραφικός του οίστρος δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Καλύτερα να γινόταν μάγειρας. Έψαξε συνταγές για φακές εκτός από σούπα και για σπετζοφάι. Ήταν μερακλής μέσα σε όλα τα άλλα ο Κόστια και του άρεσε να χαριεντίζεται δεξιά και αριστερά. Το γεγονός ότι ήξερε ψιλοκαλά να μαγειρεύει γοήτευε τα κορίτσια που λόγο του σύγχρονου τρόπου ζωής δεν μπορούσαν να βράσουν το αβγό. Θέλει τέχνη το αβγό για να γίνει μελάτο. Το κάρμα του επέστρεψε αυτήν την απροσδόκητα μη αυτοαναφορική σκέψη. Έλαβε το τηλέφωνο που περίμενε από ένα αγαπημένο πρόσωπο που περίμενε και τελικά δεν έγραψε ακόμα μία ηλίθια ιστορία με κεντρικό ήρωα το alter ego του που σκέφτεται μελαγχολικές μαλακίες και έχει όνομα που θυμίζει το δικό του. Αφού έλαβε το τηλεφώνημα δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι για να σκοτώσει τον χρόνο του. Αποφάσισε να τεμπελιάσει με γενναιοδωρία. Να δοθεί στο κρεβάτι του δίχως ντροπή. Να κοιτάξει το ταβάνι στα μάτια, όπως μια ερωμένη που τον περιμένει υγρή με ανοιχτά τα πόδια. Η εικόνα της γυμνής καυλωμένης γυναίκας του πρόσφερε μια γλυκιά χαρά. Φύσαγε νοτιάς, έκανε ζέστη. Έβγαλε τα ρούχα και ξάπλωσε γυμνός.

σκέφτηκε

Και σκέφτηκε. Να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του και να φοράει μόνο το πουκάμισό του. Και του άρεσε αυτή η σκέψη. Σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ιδέα αλλά καλύτερα να μην της το γράψει. Να περιμένει να της το πει από κοντά εφόσον του βγει μόνο του. Ίσως και να μην της το πει.

Σκέφτηκε το απογευματινό του όνειρο. Στο όνειρό του, εκείνη ήταν δύο και ένιωθε πολύ τυχερός, ε, γιατί έστω και η μία θα τον ήθελε. Επειδή όμως τα πράγματα, όταν μπορούν να πάνε χειρότερα, πηγαίνουν τελικά τον ήθελαν και οι δύο. Τελικά προτίμησε την δεύτερη νιώθοντας τύψεις για την πρώτη. Ένα κουλό όνειρο. Που όμως αποκάλυπτε κάτι βαθύτερο, κάπως ψαγμένο. Αυτό το βαθύτερα κρυμμένο νόημα, που το ανακάλυψε κάποιες ώρες αργότερα και ελαφρώς μεθυσμένος, ήταν ότι η πρώτη από τις δύο εκείνες του προκαλούσε έρωτα πλατωνικό ενώ η δεύτερη τη σωματική έλξη του ερωτικού πόθου. Οι δύο εκφάνσεις της ίδιας κατάστασης.  «Αυτή ήταν μια καλή ωραία σκέψη», σκέφτηκε και χαμογέλασε, ή πήγε να χαμογελάσει, ούτε εκείνος δεν κατάλαβε αν τελικά το χαμόγελο αυτό γράφτηκε στο στόμα του (ή αν έσπασε την σχεδόν ολόισια ευθεία που σχημάτιζαν τα χείλη του). Κάτι που του σφηνώθηκε για πολύ ώρα στο μυαλό και σκέφτηκε ότι θα το έλεγε σε εκείνη αν την έβλεπε σε χρονικό διάστημα ικανό για να μην το ξεχάσει.

Μετά σκέφτηκε μια ιστορία που του είπαν ή την είχε ξανασκεφτεί παλιότερα για ένα κορίτσι που για δώρο στο αγόρι που ήθελε να είναι ο φίλος της, πήγε ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν εξέφραζε τα βαθύτερα συναισθήματά της για εκείνον, δεν προσπαθούσε να τον εντυπωσιάσει ούτε ήταν ένα βιβλίο που έχει άμεση σχέση με τα ενδιαφέροντά του – προκειμένου να πάει με τα νερά του. Του πήρε ένα βιβλίο χωρίς καμία λογοτεχνική αξία, ένα βιβλίο ιστορίας πάνω στο αντικείμενο με το οποίο θέλει το αγόρι αυτό να ασχοληθεί.

«Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να το κάνω αυτό», σκέφτηκε και είπε τόσο δυνατά όσο χρειαζόταν για να μην το ακούσει ο διπλανός του στο λεωφορείο: «Τα κορίτσια είναι πιο ώριμα από τα αγόρια, μπορεί και 10 χρόνια πιο ώριμα». Και χαμογέλασε με την προηγούμενη σκέψη του και πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι αυτή τη φορά το χαμόγελο γράφτηκε στο στόμα του (ή ότι έσπασε την σχεδόν ολόισια ευθεία που σχημάτιζαν τα χείλη του) και χάρηκε πιο πολύ που σκέφτηκε να το παρακολουθήσει το χαμόγελο ώστε να συνειδητοποιήσει αν όντως γέλασε ή όχι.

Σκέφτηκε αυτό το «μπορεί και 10 χρόνια πιο ώριμα» που του θύμισε την ηλικία του και το χαμόγελό του σίγουρα έφυγε και σκέφτηκε ότι ένα κορίτσι δέκα χρόνια μικρότερό του εκτός του ότι είναι το ίδιο ώριμο με εκείνον, είναι και ένα κορίτσι σε ηλικία ικανή να κάνει δώρο σε ένα αγόρι ένα βιβλίο (το οποίο δεν έχει ερωτικά ποιηματάκια ή αναρχικά τσιτάτα αλλά έχει σχέση με την σταδιοδρομία του). Και εκείνος είναι 10 χρόνια μεγαλύτερος από μία κοπέλα σε ηλικία ικανή να ερωτευτεί.

Και σκέφτηκε ότι δεν ήταν τόσο μεγάλος τελικά και ότι θα μπορούσε και σε εκείνον ακόμα και τώρα να του συμβεί ένα κορίτσι 10 χρόνια μικρότερό του να του κάνει δώρο ένα βιβλίο. «Ωραία» σκέφτηκε ανακουφισμένος και κοντοστάθηκε καθώς ο ήλιος έδυε και ένας μωβ ουρανός ζωγραφίστηκε πάνω από την πολυκατοικία του.

ακομα μια ητα

Ο Κόστια για ακόμα μια φορά περπατούσε μόνος του, μοναχικός, μόνος, παντέρημος, ολομόναχος, μοναχικός, τελείως μόνος κατάμονος. Περπατούσε, πετούσε, πατούσε, παραπατούσε, γυρνούσε, στριφογυρνούσε, περιπλανιόταν στροβιλιζόταν, περιδινιζόταν και γέλαγε. Θυμόταν. Σκεφτόταν. «δεν είμαι αλήτης αλλά μ’ αρέσει να αλητεύω». Τελικά… Την αγαπούσε. Τη ζητούσε, και την αγαπούσε και την έψαχνε και την αγαπούσε και την έβρισκε και την αγαπούσε και την έχανε και την αγαπούσε και φτου και πάλι και πάλι και την ήθελε. Όχι απαραίτητα όπως ένα αγόρι θέλει ένα κορίτσι. Τι εννοεί; Όχι απαραίτητα ερωτικά. Όχι φιλικά. Εννοείται όχι φιλικά. Την ήθελε να μπαίνει μέσα στις ιστορίες του και να τις αλλάζει. Να τις διαμορφώνει. Κι εκείνος εκείνη. Και τώρα. Χρόνια. Μετά. Το σκηνικό αλλάζει. Τα πάντα αλλάζουν. Κι αλλού παίζουν μπάλα γλυκιά μου και οι δυο. Δώσε μου λίγη σημασία γιατί θα θυμηθώ και θα σ’ αγαπώ. Με χαρά. Στα στήθη. Και αναπνοή. Μεγάλη, ολόκληρη, φρέσκια. Φοβάμαι τι θα συναντήσω όταν ξεμυτίσω. Φοβάμαι μαζί. Συν-φοβάμαι δηλαδή. Και σκέφτομαι. Και δεν σε συμφέρει γιατί θα θυμηθώ. Και φοβάμαι να θυμηθώ. Γιατί αν θυμηθώ θα φοβηθώ. Και αυτό είναι εκείνο που φοβάμαι. Λυπάμαι. Μια μέρα λοιπόν ο Κόστια. Ήταν. Ο Κόστια, ναι, εκείνος που ήταν αυτός. Ξέρεις. Και περιπλανιόταν και σκεφτόταν. Και άρχισε να τρέχει γιατί φοβόταν πως θα θυμηθεί.

Ο Κόστια

… που δεν ήταν αλήτης αλλά του άρεσε να αλητεύει

… που άκουγε punk και Στράτο Διονυσίου

… που είχε καιρό να διαβάσει το ίδιο βιβλίο

… που γουστάρει στα ίδια μέρη που γούσταρε πριν 10 χρόνια

… που μισεί αλλά δεν έχει εχθρούς

… που βαριέται να μαγειρέψει

… που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χάρισμα αλλά είναι εργατικός

… που όταν τεμπελιάζει στηρίζεται λίγο στα όχι ιδιαίτερα χαρίσματά του

… που παραμένει γοητευτικός

… που έχει κάποιο στυλ που τραβάει τις κοπέλες

… που θα ήθελε να παίρνει τον εαυτό του λιγότερο στα σοβαρά

… που θέλει να κάνει πλάκα

… που προσπαθεί να μάθει να παίζει κιθάρα

… που μαθαίνει να ζει μόνος του

… που πίνει μπύρα, ουίσκι, τζιν και ρακη

… που ζει με τις αδυναμίες του

… που ψάχνει την πολιτική του ταυτότητα

… που είναι αντιρρησίας συνείδησης

… που τον καθορίζει το παρελθόν του

… που δεν έχει διάθεση

… που τώρα όμως του έφτιαξε η διάθεση

… που δεν ξέρει τι θα κάνει σήμερα το βράδυ

… που δεν τον χωράει ο τόπος

… που δεν μπορεί να φύγει από την πόλη του

… που του λείπουν οι φίλοι του

… που ψάχνει τους συγγενείς του

… που βρίσκει τον εαυτό του συμπαθητικό

Σε αυτόν τον τύπο θέλω να μιάσω

μια μερα

– Χαμένε, νομίζω πως πρέπει να βλέπουμε τους ανθρώπους μας πιο συχνά, πρόσωπο με πρόσωπο, να τους μιλάμε από κοντά και να τους αγγίζουμε
– Και πρέπει να ξεφοβηθούμε
– Ναι ρε γαμώτο
– Όμως ότι και να γίνεται πρέπει να χαμογελάμε που και που, ε;
– Πρέπει ρε γαμώτο μου. Χαμογελάς καθόλου μωρε;
– Που και που. Έχω ένα παιδάκι μέσα μου που χαμογελάει λιγάκι. Εσύ;
– Κι εγώ. Λιγάκι            

Ύστερα ξέρεις πως είναι αυτά. Ξέρεις πολύ καλά πως είναι να είσαι «σε σχέση» και πώς να «έχεις σχέση». Και είναι και ο Κόστια, που τον είχα ξεχάσει και μου χτύπησε το κουδούνι πρώτη φορά στο καινούριο μου σπίτι και πριν προλάβω να του ανοίξω ήδη τον είδα ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου με σταυρωτά τα πόδια του να με χαιρετάει και να μου χαμογελάει σαρκαστικά. Μου ευπενθύμισε την παρουσία του με τρόπο βίαιο, επιθετικό τόσο πολύ δηλαδή που το μόνο που μπόρεσα να του κάνω είναι να του βάλω ένα ωραίο τραγούδι να ακούσει να χαλαρώσει. Ή πάλι που έχει κρύο και δεν ξέρω αν ντύνεσαι καλά εκεί μακρυά που είσαι. Στην ευρώπη κάπου ή στην ελλάδα ή δυο δρόμους πιο κάτω. Υπάρχει μια μελαγχολία σε αυτά που γράφω; Είμαι βερμπαλιστής και πολυλογάς. Όχι δεν ξέρω να μοιράζομαι λογικά το μέσα μου και ότι κι αν συμβεί προτιμώ να λέω ιστορίες ή παραδείγματα. Και τα αγγίγματα; Αυτά από κοντά.

Τι ωραία τι καλά κάτω απ’ το μπαλκόνι μου ερωτοτροπούν γατιά.

παλια

6 χρονια εχουν περασει απο το Δεκεμβρη του 08 και χωρις δευτερη σκεψη θα τα ανταλλαζαμε με αυτες τις 2 εβδομαδες…

6 χρόνια και μια μέρα μετά… και θείος βάνιας 10 χρόνια μετά και περιδήνηση και διάθλαση… και TS Eliot… και κάπου στην καλλιθέα. Και.πάλι.10.χρόνια.μετά. σαν να μην τρέχει τίποτα.και να παίζουμε και να γελάμε.6χρόνια μετά.5χρόνια μετά.και 3 χρόνια μετά.τα ίδια σκηνικά.

παιζεις

θα παίξουμε ένα παιχνίδι. θα προσποιηθούμε πως είμαστε μερικά χρόνια πριν, λίγο πιο παιδιά, λίγο πιο χαζά και χαρούμενα. θα κάνουμε τους ερωτευμένους -σαν να μην μεσολάβησε τίποτα- και όλα όσα κάναμε ή είπαμε για να πληγώσουμε ο ένας τον άλλο -είτε αυτό το κάναμε επίτηδες είτε κατά λάθος- θα κάνουμε πως δεν υπάρχει. θα κουβαλάω εγώ τα βάρη σου και εσύ τα δικά μου και θα προσπαθώ να μην σου φτορτώνω κι άλλα. και θα σε κοιτάω στα μάτια και θα καυλώνω όποτε ακούω τον ήχο της φωνής σου. θα κρατήσω το γέλιο σου στο παιχνίδι μας και εσύ ότι θες. ότι καλύτερο έχω για εσένα -αφού άντεξες τα απαίσια. θα τρέχω και θα σε κυνηγάω και θα τρελαίνομα όταν σπας. έλα να παίξουμε κι ας είναι η τελευταία φορά. κι ας κρατήσει για λίγο

επειδή έχω καιρό

νιώθω σαν τον πήτερ παν… όχι όπως νιώθουν όλοι… «το χαμένο παιδί» και τέτοια… ξερνάω! νιώθω σαν τον πήτερ παν που έχασε τη σκιά του. και νιώθω και λίγο σαν τον λούκυ λουκ… που πυροβολάει λίγο πιο γρήγορα από την σκιά του. συνειρμικά μου ήρθαν αυτές οι μονομαχίες με τα πιστόλια, ποιος θα τραβήξει πιο γρήγορα…

μου αρέσει να τσιγκλάω το σύμπαν. έλα τώρα τι έχεις να πεις? μηδενικής έμπνευση… τουλάχιστον ξανάγραψα… και κάτι όλο λείπει…

αν ειναι

αν είναι να με σκοτώσουν να γίνει όχι πισόπλατα. θέλω να το δω ακόμα και αν τα πλάγια βήματα μειώνουν τις πιθανότητες της επιβίωσης. αν είναι να πεθάνω να είναι όρθιος μια όμορφη ηλιόλουστη ημέρα. που να μυρίζει πασχαλιά, να’ χω την ψευδαίσθηση της ανάστασης στα ρουθούνια μου. αν είναι να καώ ας καώ ολόκληρος- με πολύχρωμες φωτιές βεγγαλικών και χιλιάδες μάτια να με παρακολουθούν να έχουν να το ιστορούνται. αν είναι να με γράψει η ιστορία ας το κάνει στο υπόμνημα με τις εξαιρέσεις, με τους αιρετικούς κρετίνους, δίπλα στους ασυμβίβαστους και ας είναι με μικρά γράμματα δεν με νοιάζει. αν είναι να μην με θυμάται κανείς ας γίνει με στυλ. ας καταστραφεί ας πούμε όλη η ανθρωπότητα οπότε θα χαθώ και εγώ μέσα στην γενικότερη λησμονιά. αν είναι όμως να ζήσω ας είναι με αξιοπρέπεια. παράλογα, επικίνδυνα, φτωχά, ακραία όπως ταιριάζει στους χαμένους. αν είναι να χαθώ ας είναι με τους αλύτρωτους. αν είναι να λυτρωθώ ας είναι λίγο πριν χαθώ. να είμαι αυτόπτης μάρτυρας της προσωπικής μου λύτρωσης. αν είναι να χορέψω ας είναι με εσένα. ένα βροχερό σούρουπο μιας παρασκευής εκεί που περιμένουμε να περάσει λίγο η ώρα. αν είναι η ώρα τώρα ας είναι.

στους θείους όλων

και να συνειδητοποιείς ότι τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από αυτόν τον πλανήτη σημαντικοί ήρωες ή αντι- ήρωες των παιδικών σου χρόνων, των πρώτων σου εμπειριών. Περισσότερο ή λιγότερο κομπάρσοι της ατομικής σου μυθολογίας, κομμάτια σημαντικά της οικογενειακής σου ιστορίας σε μέρη παραθερισμού με πρωταγωνιστή εσένα και τα ξαδέρφια σου στα ποδήλατα και στη γειτονιά και οι φωνές τους, τα γλέντια μαζί τους. Και είναι λίγο κρίμα όταν σκέφτεσαι ότι αυτοί οι άνθρωποι που κάποτε τους έβλεπες πολύ συχνά και ίσως λίγο με ανυπομονησία και κάπως παράλογα τους συνδέεις με καταστάσεις, αρχετυπικά σχεδόν θα έλεγα ταξινομημένοι στη μνήμη σου σιγά σιγά έφευγαν από την ζωή σου μέχρι που έφυγαν γενικά και στεναχωριέσαι λίγο που δεν θα τους ξαναδείς παρά μόνο σε φωτογραφίες ή σε κανένα από τα νοσταλγικά όνειρα του ύπνου σου όπου εκεί είναι όπως τους θυμάσαι από τότε, που έκαναν πλάκα, γλένταγαν, έτρωγαν, μέθαγαν, μάλωναν κλπ. Και είναι λίγο θολές οι αναμνήσεις και φιλτραρισμένες μέσα από το δικό σου είναι και όχι το πραγματικό είναι σε χρόνο παρελθοντικό και πως διαφορετικά αφού είναι αναμνήσεις. Και είναι για δεύτερη φορά λίγο κρίμα που μπορεί να μην έκλαψες για τους ανθρώπους αυτούς, δεν τους θρήνησες κάπως, μάλλον αναγνωρίζοντας την παροδικότητα των παιδικών χρόνων και σημειολογικά ίσως αποδεικνύεις στον εαυτό σου ότι η παιδικότητα, που με τόση λύσσα αποζητάς, είναι εκεί που δεν ψάχνεις ή εκεί που προσπερνάς. Είναι περίεργο όμως πως ενώ συνεχίζεις την ζωή σου, ενήλικός, πολύ ενήλικος πια, πάντα κάπου κάπως τους θυμάσαι. Και είναι ελπιδοφόρα αυτή η νοσταλγία. Και είναι γλυκιά. Και η σκέψη της γλυκιάς νοσταλγίας σε κάνει να νιώθεις άσχημα αυτή τη στιγμή γιατί κάποιοι άλλοι άνθρωποι, επίσης ήρωες αυτής της μυθολογίας για την οποία έλεγα προηγουμένως θρηνούν γι’ αυτούς τους ανθρώπους γιατί για εκείνους ήταν πρωταγωνιστές της ζωής τους. Ως εκ τούτου νιώθεις για τρίτη φορά λίγο κρίμα που νιώθεις ένα γλυκό αίσθημα για την απώλεια που όμως σε κάποια άλλα άτομα αυτή η απώλεια έφερε κάποιου είδους δυστυχία. Και αστραπιαία σκέφτεσαι την λέξη κλειδί την λέξη «αγάπη» που μάλλον είναι η κινητήρια δύναμη και για τα δύο αυτά σχεδόν αντιθετικά συναισθήματα/ καταστάσεις. Μια περίεργη αγάπη, ένα αλλόκοτο δέσιμο σε συνδέει άχρονα με όλους αυτούς και θα σε συνδέει. Και θα θες να ρωτήσεις τι κάνουν γιατί θα σου βγαίνει αυθόρμητα αλλά κάπως θα συνειδητοποιείς την κοτσάνα που πήγες να κάνεις και θα κοκκινίζεις από ντροπή. Περίεργο μεν, αλλά δεν μπορεί να είναι αλλιώς αφού έτσι γίναμε και προς τα εκεί πορευόμαστε.