αγαπώ την πόλη μου

Αθήνα. Θέλω να την περπατήσω όλη. Μια μέρα να της αφιερωθώ. Να μείνω κοντά της. Να με χτυπήσει ο θεός Ήλιος στο κεφάλι περπατώντας την Αεροπαγίτου, πάλι. Να περπατήσω την Πλάκα με μπύρα στο χέρι. Ν’ ανέβω στα αναφιώτικα, στην ταρατσούλα να χαζέψω την θέα. Και για μια στιγμή να βρεθώ στην Καλλιθέα. Να περπατήσω την Θησέως μέχρι την παραλία που ξεκίνησε ο Θησέας το ταξίδι του στην περιπέτεια. Και με μια ανάσα να βρεθώ στο Σούνιο, στην επιστροφή του. Να μυρίσω την θάλασσα του πελάγου που ονομάστηκε Αιγαίο. Να αγοράσω όλα τα μπαλόνια από τους Τσιγγάνους στο Σύνταγμα και να πετάξω γύρω στο Λεκανοπέδιο. Ανάποδη φορά από του ήλιου: από την Δύση θα πετάξω, το όρος αιγάλεω, το ποικίλο, πάρνηθα, πεντέλη, υμμητός. Πέντε γίγαντες και μια γυναίκα… ο σαρωνικός. Σπέρματα της γης επιπλέουν: Σαλαμίνα, Αίγινα, Αγκίστρι, Πόρος, Λέρος, Μακρόνησσος (εκεί θα αφήσω ένα δάκρυ), Λαγούσες, Ψυτάλεια. Τρικέρι, Σπετσοπούλα, Σταυρονήσι. Να σκάψω με τα χέρια μου όλα τα μπαζωμένα ποτάμια. Κηφισός, Ιλισσός, Ηριδανός. Να τρυπώσω κάτω απ’ το μετρό και να την περπατήσω όλη υπόγεια. Και ύστερα να βρεθώ στα υπόγεια της Κυψέλης ή στα Πατήσσια. Παρέα με τους νέους κατοίκους της παλιάς γης. Πακιστανούς, μουσουλμάνους, αφρικάνους. Να προσευχηθώ μαζί τους για μια καλύτερη ζωή που δεν έρχεται. Και εκεί που όλα δείχνουν ήρεμα φωνές ακούγονται στα εξάρχεια και τρέχω. Μπουκάλια και πέτρες και φωτιές- διασταύρωση μεσολογγίου και τζαβέλλα. Οδοφράγματα με κάδους σκουπιδιών. Καγκελάκι στο πολυτεχνείο. Φωτιά και παρεάκι στην πλατεία. Και άραγμα στου στρέφη. Ήσυχα τα πράγματα στο μεταξουργείο, στα πετράλωνα, στο γκύζη (που κάτι μου θυμίζει). Μετς, παγκράτι, πετράλωνα. Αλλά και βόρεια. Εκεί που οι σκλάβοι έχουν χρυσά κελιά. Κηφησιά, Εκάλη, Διόνυσσος. Και Άγιος Στέφανος που άλλωτε το λέγαμε Μπογιάτι, και του ταιριάζει πιο πολύ- στις αναμνήσεις μου. Φωνές από σκυλάδικα στην παραλιακή και ακρογιαλιές κλεισμένες, περιφρουρημένες από μπράβους. Πληρώνεις εισιτήριο για ένα κομμάτι θάλασσα. Βούλα, γλυφάδα, άγιος κοσμάς- σχολική εκδρομή- τώρα έγινε κέντρο ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Και ο παλιός ιππόδρομος- το θυμάμαι και αυτό. Κεραμικός. Γκάζι. Εθνικό θέατρο στην αγίου κωνσταντίνου. Κτήριο Τσίλλερ. Και υπόγειο του τέχνης, στοά πεσματζόγλου. Καραισκάκι, λεωφόρος, φιλαδέλφεια. Πελάτες με ιδεολογία. Εθνικός κήπος- άλλοτε βασιλικός. Πετάω τα παπούτσια μου και περπατάω ξυπόλητος στο πεδίον του άρεως. Κατουράω πίσω από το πελώριο άγαλμα του βασιλιά. Έτσι από αντίδραση. Ι-5 στο ρουφ. Όχι ακόμα. Μητρόπολη και παρθενώνας και το κτήριο της βουλής. Μπάχαλα στην όθωνος και μπροστά από το κινγκ τζορτζ και τρέξιμο στην πανεπιστημίου. Βυζαντινή εκκλησία στην ερμού. Τσάρκα ανέμελη. Κοροιδεύω τους καταναλωτές. Αλλά είναι ωραίος δρόμος η ερμού. Πηδάω από ταράτσα σε ταράτσα στο θησείο. Φτάνω στην ομόνοια. Κοιτάζω αριστερά, κοιτάζω δεξιά και κλαίω. Πάνω κάτω η πατησίων… η ζωή μας είναι η πατησίων. Και σκέφτομαι την Γώγου. Και τον Σοφοκλή

Χορός
εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώρας
ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽ 670
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν
χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν
καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ 675
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώτας
ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
θεαῖς ἀμφιπολῶν τιθήναις. 680
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄχνας
ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄϋπνοι 685
κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσσεται
ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ 690
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μουσᾶν
χοροί νιν ἀπεστύγησαν οὐδ᾽ ἁ
χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω 695
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτόποιον,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ, 700
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας· ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν μορίου Διὸς 705
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω ματροπόλει τᾷδε κράτιστον
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, χθονὸς αὔχημα μέγιστον, 710
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν 715
πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς.
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

 

Ανεβαίνω τότε στον ιερό βράχο. Ο παρθενώνας. Και πέφτω. Και ξυπνάνε όλες οι μνήμες, όλες οι μυρωδιές, όλες οι εικόνες, τα συναισθήματα -καλά και κακά, τα απωθημένα. Μασάω μία μπιγκ μπαμπολ αγορασμένη από το περίπτερο έξω από το σχολείο μου. Κάνω μια τσιχλόφουσκα και πετάω. Μπουμ. Η τσιχλόφουσκα σκάει και επανέρχομαι καθισμένος στην θέση του οδηγού. Χαϊδεύω τα μπιχλιμπίδια που είναι κρεμασμένα στον καθρέφτη. Ψάχνω τον δρόμο. Ποιός είναι ο δρόμος. Αστειεύομαι… Είναι η εθνική οδός.

ξέρω πως ξεχνάω άλλα τόσα

7 responses to “αγαπώ την πόλη μου

      • γιατι αυτη η πολη ειναι βρωμικη, αχαρη, κρυα, ασχημη και αγενης και καθε φορα που μιλαω γι αυτη, μου ερχεται στο μυαλο το παραξενη πολη απο τρυπες και ο στιχος ‘σε μια τρογλη γκριζα πολη που χαλαει καθε χατιρι, α’ι’ σιχτιρι’
        ναι, υπαρχουν και μερικες οασεις, αλλα δεν φτανουν για να της αλλαξουν προσωπο. στις επαρχιες ολα ειναι αλλιως..

Αφήστε απάντηση στον/στην nikolas.asteri Ακύρωση απάντησης